- γλωσσοδιδάσκαλος
- οδάσκαλος γλωσσικών μαθημάτων ή ξένων γλωσσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κωνστ. Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek